- ταχύγηρος
- -ον, Ααυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» — αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ-γηρος].
Dictionary of Greek. 2013.